- αναμαρμαίρω
- ἀναμαρμαίρω (Α)(για φυσητήρα σιδηρουργού) κινούμαι γρήγορα.[ΕΤΥΜΟΛ. ἀνα-* + μαρμαίρω «αστράπτω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαρμαίρω — (Α μαρμαίρω) 1. λάμπω, λαμποκοπώ, ακτινοβολώ, αστράφτω 2. (για φως) τρεμολάμπω, τρέμω, λαμπυρίζω («νύκτα... ἄστροισι μαρμαίρουσαν», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. μαρμαίρω (< *μαρμαρ jω), με επένθεση τού ζ και διπλασιασμό, καθώς και το επίθ.… … Dictionary of Greek